«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου.... Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Σελ. 87

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ



ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
















ΕΝ ΑΤΑΞΙΑΙΣ, ΕΥΤΑΚΤΟΙ ΟΝΤΕΣ

Είθισται όταν βγαίνει ένα βιβλίο να γίνεται μια γιορτή.
Αυτή τη φορά όμως έχουμε πολλά να γιορτάσουμε:
Κατ’ αρχάς, δύο βιβλία:
«Υγρός Χρόνος» της Ελένης Γκίκα (alef)
«maybe» του Χρήστου Παπαμιχάλη (moha)
Ε, μετά και το βασικότερο, το Καλοκαίρι.

Οι εκδόσεις Άγκυρα και οι δύο «ατάκτως εύτακτοι» συγγραφείς, σας καλούν στο «πάρτι των φίλων», την Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008, 8.30 το βράδυ, στον Πολιτιστικό Πολυχώρο Άγκυρα (Σόλωνος 124 και Εμμ. Μπενάκη), τηλ. 210 3837667, 210 3837540 για να γιορτάσουμε το ότι κάποια στιγμή συναντηθήκαμε,για να συναντηθούμε ξανά, όλοι μαζί.

Μιλούν: οι εκδότριες Αναστασία και Άννα Παπαδημητρίου.
Ο blogger Νuwada (Γιάννης Γιαννούδης) με αφορμή την κοινή θεματολογία των βιβλίων, θα συντονίσει συζήτηση με θέμα«γιατί τα ροζ παιδικά μας χρόνια να είναι σπαρμένα μ’ αγκάθια;»(ακριβώς όπως και ο δρόμος για την Κόλαση είναι σπαρμένοςμε τις καλύτερες των προθέσεων).

Η Ντανιέλα Κράλλη θα διαβάσει αποσπάσματα από τα δύο βιβλία.

Και οι φίλοι μας, Νίκος Ζούδιαρης, Απόστολος Ρίζος,Γιάννης Χαρούλης, Νατάσσα Μποφίλιου και Θέμης Καραμουρατίδης θα τραγουδήσουν τις ιστορίες τους που έγιναν ιστορίες μας.
**********
**********
Βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Μόχα, που ακόμα δεν έχω διαβάσει, θα βρείτε εδώ!

ΚΑΙ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ... ΕΔΩ!

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ!

ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΑ!

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 34






«Εμένα, φοβήθηκα. Κι ό,τι κουβαλώ, όχι τις αλυσίδες σου» μ’ απάντησες. Μαζί με «Το τραγούδι του δεσμοφύλακα»

«Που πας καλέ μου δεσμοφύλακα
Μ’ αυτό το κλειδί λεκιασμένο με αίμα
Πάω να ελευθερώσω εκείνη που αγαπώ
Αν έχω ακόμη καιρό
Και που την έκλεισα
Τρυφερά σκληρά
Στην πιο μυστική γωνιά του πόθου μου
Στην πιο βαθιά γωνιά του μαρτυρίου μου
Μες στα ψέματα του μέλλοντος
Μες στις ανοησίες των όρκων
Θέλω να την ελευθερώσω
Θέλω να είν’ ελεύθερη
Ακόμη κι ας με ξεχάσει
Ακόμη κι ας ξανάρθει
Ακόμη κι ας μη μ’ αγαπάει
Ή ας αγαπάει κάποιον άλλο
Αν κάποιος άλλος της αρέσει
Κι αν μείνω μόνος
Κι εκείνη φύγει
Θα φυλάξω μόνο
Θα φυλάξω πάντα
Στα δυο μου χέρια σαν εκμαγεία
Ως το τέλος του κόσμου
Τη γλύκα του στήθους της που το ‘πλασε ο έρωτας».
Μαζί με «Το τραγούδι του δεσμοφύλακα». Που τότε δεν τόλμησα να σου το δώσω εγώ. Ακόμα κρατώ τις «Paroles» Δεν πρόλαβα.
Υπόγραφες Barbara. Και το ‘στειλες. Μαζί μ’ ένα βιβλίο για τους ετερώνυμους του Πεσσόα.
Σελ. 191-192

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 33







ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ:

Για σένα, αγάπη μου

Δεν μας άφησε, τελικά, η ζωή άλλα περιθώρια. Μας υποχρέωσε να ανταλλάσσουμε βιβλία, επιστολές και μέιλς σαν την Helene Hanff και τον παλαιοβιβλιοπώλη της.
Εντάξει, εκείνοι δεν είχαν τα μέιλς. Αλλά μη το θαρρείς ότι και για μένα υπήρξε εύκολο. Το πρώτο καιρό επιστράτευσα τους πάντες για να μπορέσω να σε διαβάσω. «Κινέζικα μου ‘ρχονται», σου ‘λεγα, και γελούσες. «Ποτέ δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα» με πείραζες. «Πάντοτε», σου ‘λεγα. «Μονάχα που δεν το αποκάλυπτε ο ένας στον άλλον. Λες και ντρεπόμαστε».
Το πρώτο που πήρα από σένα ήταν ένα βιβλίο. Με υπογραμμισμένα – πάντα με μωβ στυλό- εκείνα που ήθελες να μου πεις. «Όταν σου έλεγα εγώ ότι είμαι ευαίσθητος, είσαι αναίσθητος», μου έλεγες. «Και ποιος σου είπα πως ένας «ευαίσθητος εαυτός» δεν είναι σκληρός; «Ο σκληρότερος!» επέμενες.
«Για να νιώσουμε το αίσθημα του γεγονότος, πρέπει κάτι στην καθημερινότητα να μας προκαλέσει έκπληξη και να πάρει μια σημασία που να το κάνει εξαιρετικό. Χωρίς έκπληξη, τίποτα δε θα αναδυόταν από την πραγματικότητα. Χωρίς ιδιαιτερότητα, τίποτε δεν θα έφτανε στη συνείδηση. Αν ένα κομμάτι πραγματικότητας «δεν ήθελε τίποτα να πει», δεν θα γινόταν ούτε καν ανάμνηση».
Εσύ, με πήγαινες από έκπληξη σε έκπληξη. Κι εγώ για πρώτη φορά, σου απαντώ- τολμώ να σου απαντώ με Πρεβέρ:


«Πήγα στην αγορά των πουλιών
Κι αγόρασα πουλιά
Για σένα
Αγάπη μου
Πήγα στην αγορά των λουλουδιών
Κι αγόρασα λουλούδια
Για σένα
Αγάπη μου
Πήγα στην αγορά των σιδερικών
Κι αγόρασα αλυσίδες
Για σένα
Αγάπη μου
Κι έπειτα πήγα
Στην αγορά των σκλάβων
Και σ’ έψαξα
Μα δεν σε βρήκα
Αγάπη μου».
«Για σένα αγάπη μου» είπα και το ‘στειλα.


«Αλλά εσένα δεν θα σε φυλάκιζα ποτέ» σου ‘γραψα.
Υπόγραψα Πρεβέρ.
Σελ. 190-191

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

MHNYMATA...


Σήμερα ξύπνησα από ένα παράξενο, αλλά συμβολικό όνειρο.
Άν και η Ελένη είναι φίλη μου και την αγαπάω, πρώτη φορά την είδα στο όνειρό μου.
Είδα ότι είμασταν μαζί και συζητούσαμε. Κάποια στιγμή την ρώτησα γιατί δεν χαμογελάει και είναι πάντα μελαγχολική.
Μου είπε ότι "έφτιαξε τα δόντια της, κι ότι δεν της αρέσουν, γι' αυτό!"
Τότε της είπα: "κι εγώ τα έφτιαξα, κι εμένα δεν μ' αρέσουν, αλλά χαμογελάω, γιατί το χαμόγελο είναι ζωή!"
Της είπα ακόμα ότι: "Εσύ μπορείς να τ' αλλάξεις! Έχεις λεφτά! Εγώ δεν έχω, γι' αυτό, δεν μπορώ να κρύψω άλλο το χαμόγελό μου! "
Η Ελένη προβληματίστηκε. "Δεν το είχα σκεφτεί!" μου είπε και άρχισε να χαμογελάει!
Κάπου εκεί ξύπνησα.
Το πήρα για συμβολικό. (Λεφτά πρέπει να είναι το ταλέντο).
Έτρεξα στο κινητό μου, για να την πάρω να της πω το όνειρό μου και βρήκα ένα μήνυμά της που με τσάκισε:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΣΗ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ ΕΧΩ ΣΠΑΡΑΞΕΙ ΣΤΟ ΚΛΑΜΑ.
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΚΑΝΕΙΣ!
ΟΛΑ ΤΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΑ!
ΦΙΛΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Της τηλεφώνησα αμέσως.
Συμφωνήσαμε ότι από δω και πέρα, και οι δυο θα χαμογελάμε...
Εκείνη μου ζήτησε να δημοσιεύσω το μήνυμά της, για την μνήμη, Εκείνου!

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 32








«Τι είναι η μακροζωία;
Είναι ο τρόμος να είσαι μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα που οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν, είναι μια αυπνία που μετριέται με δεκαετίες κι όχι ατσάλινους δείκτες, είναι ένα βάρος από θάλασσες και πυραμίδες, από βιβλιοθήκες πανάρχαιες και δυναστείες, από τις χαραυγές που είδε ο Αδάμ, είναι να ξέρω πως είμαι καταδικασμένος σ’ αυτή τη σάρκα μου, στην απαίσια φωνή μου, στο όνομά μου, στην ρουτίνα των αναμνήσεων, στα ισπανικά, που ξέρω να τα χειριστώ, στη νοσταλγία των λατινικών, που δεν τα ξέρω, το να θέλω να βυθιστώ στο θάνατο και να μην το μπορώ, να ζω και να συνεχίζω να υπάρχω».
Σελ. 239

ΚΙ οι φίλοι, είπαν:


Ο/Η Φωτεινή S είπε...
Αυτό το ΕΔΩ που γράφεις πόσα κρύβειμέσα του!Τόση δουλειά προφανώς και δεν μπορεί να είναι μια απλή ανάρτηση. Χρειαζόνταν τον δικό του χώρο. Τον Χώρο της Ελένης. Για όλους τους θαυμαστές της. Μακάρι όλοι οι συγγραφείς να είχαν τέτοιους φαν!Πολλά φιλιά και συγχαρητήρια για τη δουλειά σου!
23 Ιούνιος 2008 4:13 μμ


Ο/Η κυκλάμινο βουνού είπε...
Φωτεινή μου, σήμερα σε σκεφτόμουν! Εϊσαι η μόνη που λες "δουλειά", γιατί μόνο εσύ έχεις καταλάβει πόση δουλειά κρύβει το μπλοκινγκ. Άντε να καταλάβουν οι άλλοι, οι απέξω... Ό,τι δεν πληρώνεται, το θεωρούν χασομέρι...Άστο.Σηκώνει συζήτηση. Πάντως το "δουλειά" που ανταλλάσουμε μόνο μεταξύ μας, σαν έκφραση, το σκεφτόμουν από χθες και ήθελα να στο πω. Ναι, Φωτεινούλα μου, έχω εξασφαλίσει δουλειά μέχρι το φθινόπωρο, απ' αυτά κι απ' τ' άλλα!Όσο για την Ελένη, το σκεφτόμουν καιρό. Η Ελένη χρειάζεται αποκλειστικά ένα δικό της χώρο, για να μπορώ να "κλέβω" κι απ' το μπλογκ της και απ' την εφημερίδα, από παντού! Είμαι φαν της χρόνια και είμαι της γνώμης πως τα παράσημα στα ταλέντα πρέπει να δίνονται εν ζωή κι όχι όπως γίνεται συνήθως, ειδικά στους συγγραφείς, που δοξάζονται μετά θάνατον! Έτσι τους δίνουμε την ευκαιρία να γεμίσουν τις μπαταρίες τους και να μας δώσουν ακόμα πιο πολλά! Να τους "στίψουμε", να τους χορτάσουμε! Συμφωνείς;
23 Ιούνιος 2008 11:41 μμ

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ, ΠΕΡΑΣΕ!


Ο/Η ανάμνηση είπε...
Αλεφάκι μου, δεν μπορείς να μαντέψεις τίποτα!Ήρθα για βιαστικά φιλιά και αγάπη και (αν και δεν τελείωσα ακόμα)ήρθα να σε ενημερώσω ότι άπλωσα τον Υγρό Χρόνο και στεγνώνει...!Τα λέμε!
23 Ιούνιος 2008 4:17 μμ

Ο/Η alef είπε...
@ Ανάμνηση> Και η κατάληξη μιας μελαγχολικής μέρας! Κατερινάκι μου, όχι, τόση αγάπη από σένα δεν θα μπορούσα να την μαντέψω! Το ότι θα έκανες μπλογκ μόνο για "να απλώσεις να στεγνώσει ο Υγρός Χρόνος" μου, ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου! Κατερίνα, τόση αγάπη δεν την είχα ποτέ φανταστεί! Δεν με έχουν συνηθίσει σε τόση αγάπη!Δεν έχω λόγια για να σου πω ευχαριστώ!Αχ βρε Κατερίνα!
23 Ιούνιος 2008 4:49 μμ


Ο/Η alef είπε...
@ Ανάμνηση> Κατερίνα μου η "Εαρινή Συμφωνία" πριν φύγει για τις διακοπές, συγκινήθηκε με όλα αυτά και τώρα είσαι διπλή στα "Εμείς" μας: και ως "Ανάμνηση" και ως "Κύκλάμινο του βουνού".Να είσαι πάντα γερή και έτσι πλημμυρισμένη από αγάπη, Κατερίνα! Με κάνεις να αισθάνομαι ένα γκρινιάρικο παιδί και μόνο!Και πάλι, σ' ευχαριστώ! Κανένας δεν έχει κάνει σ' αυτή τη ζωή τόσα πολλά για μένα!Αχ Κατερίνα!
23 Ιούνιος 2008 5:06 μμ


Ο/Η κυκλάμινο βουνού είπε...
Αλεφολενάκι μου, ούτε για μένα έκανε κάποιος άλλος όσα εσύ! Θα ξεχάσω ποτέ λες, ή θα ξεχρεώσω ποτέ την χαρά που μου έδωσες στο Έθνος μιλώντας για το βιβλίο μου ή για το κυκλάμινο; Πέρα απ' ότι κέρδισα και θέση στο ΕΜΕΙΣ;Ακόμα χρωστάω πολλά Ελένη μου! Γερή να είσαι και να γράφεις! Τώρα που έκλεισε και ο κύκλος της θλίψης, περιμένω νέα παιδιά σου και μακάρι να είναι χαρούμενα! Αν κάνουμε εσένα χαρούμενη, θα δούμε και χαρούμενα!Χαίρομαι που σ' άρεσε, γιατί φοβόμουν κατσάδα! Έχω αντιγράψει πολύ υλικό! Το ξέρω, το παράκανα!Δεν θα το ξανακάνω! Όμως, έχω δυο τρία ακόμα... και βλέπουμε!Φιλάκια πολλά πολλά και όνειρα γλυκά! Το εαρινάκι τό 'σκασε κιόλας;Καλά να περάσει το κορίτσι μας!Τα λέμε!
24 Ιούνιος 2008 12:17 πμ


Ο/Η κυκλάμινο βουνού είπε...
Υστερόγραφο:Αξίζεις πολύ περισσότερα! Να το θυμάσαι αυτό!
24 Ιούνιος 2008 12:19 πμ
Ο/Η alef είπε...
@ Κυκλάμινο βουνού> Κατερίνα μου είναι το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσε ποτέ να του κάνει κανείς! Εχει κάνει αγροτικό στον Βόλο, τα Ανω Λεχώνια για μας σήμαιναν τόσα πολλά! Είναι σα να κλείνει ένας κύκλος: φωτεινός. Κι εσύ, η αδελφή που ποτέ μου δεν είχα!Ευχαριστώ και δεν θα το ξαναπώ, ξοδεύεται έτσι, χάνει τη σημασία του! Να είσαι πάντα καλά, σε φιλώΥΓ. Το μόνο που αξίζει, που απομένει απ' αυτή τη ζωή, τελικά, αυτό είναι: οι Συναντήσεις μας. Οι Σχέσεις μας. Η φιλία μας που ευτυχώς ήταν και παραμένει Ιερή.
24 Ιούνιος 2008 3:41 μμ

Ο/Η ανάμνηση είπε...
Έτσι, μπράβο, Ελένη μου! Δεν θα ξανακούσω ευχαριστώ και κυρίως όχι πια κλάμα! Είπαμε, πάμε μπροστά με χαμόγελο!Τα μνημόσυνα τα έκανες εσύ με τα βιβλία σου και την αφοσίωσή σου τόσα χρόνια στην σκέψη του! Εγώ απλά, έτυχε να μένω στα μέρη που αγαπήσατε. Μόνο που δεν πρόλαβα να πάω Λεχώνια. Θα 'ρθεις να πάμε μαζί! Όκευ; Φιλάκια και Καλημέρα!
25 Ιούνιος 2008 2:23 μμ

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

ΓΙΑ ΣΕΝΑ!

Για σένα, αν περάσεις από δω!

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 31


«Όλα όσα δεν θυμόμαστε απομακρύνουν ακόμα πιο πολύ το παρελθόν μας. Το μέλλον μας σχηματοποιείται τόσο μ’ αυτά που ξεχνάμε, όσο και μ’ αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε».
Βρικολακιάζει το δικό μου παρελθόν εις το διηνεκές. Τώρα πια είμαι σίγουρος. Η δική σου Ξένια, πατέρα, σε μένα έφτασε Σαβίνα. Και η δική σου φωτιά, σαν παιδί αναγεννημένο μέσα απ’ τις στάχτες, νερό. Από τους ετερώνυμούς μου, ο Easy Rider, ο πιο κοντινός. Με το σημάδι της αμαρτίας στον ώμο μου και στον ώμο του. Ένα μικρό καφετί σημάδι σαν σπασμένη μικρή πεταλούδα ή σκορπιός.
Γεννημένος κι αυτός την ίδια μέρα. Ενδεκάτη Νοεμβρίου σαν τον Ντοστογιέφσκι. Σκορπιός.
Σελ. 211

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 30


«Αν δεν μοιάσεις στον εαυτό σου, θα πάψουν και οι καθρέφτες να σε βλέπουν, δεν θα σε αναγνωρίσει κανείς».
Και να τώρα! Όλοι τον βλέπουν σ’ ενός άλλου το πτώμα. Αχ Άγελε, δανεικέ, βασανιστικέ…
Σελ. 209

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 29


«Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ‘σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου που κοιμάσαι… Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου που μου χαρίζει τη σιωπή σου».
Σε πόσες άλλες, αλήθεια να το έχει πει;
Σελ. 208

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 28



Η Μάνια τίποτε δεν σεβάστηκε, έτσι αισθάνεται, στη ζωή. Ούτε την κλίση της, να γράφει ήθελε. Ποίηση. Όχι θρίλερ που της υπαγορεύει η ζωή. Και να που τώρα και ο Άγγελος γρίφους της στέλνει. Με σκάκι, βασίλισσα και τελειωμένες παρτίδες.
«Ο κύβος ερίφθη, και το παιχνίδι, το ‘χασα».
Μα αυτός από χέρι το παιχνίδι το είχε χαμένο. Ναι, σιγά, δεν γεννιόμαστε, λέει, με προδιαγεγραμμένη γραμμή. Στην περίπτωσή του, όμως, τι ήταν; Σημαδεμένη τράπουλα! Και για κείνον και για τον Νικηφόρο, αλλά και τι να τα λέμε τώρα, και για την Σαβίνα, ολότελα υποθηκευμένη ζωή. Ούτε ανάσα να την πάρουνε μόνοι τους. Είχανε κάνει άλλοι τη χορογραφία. Εκείνοι, παραλλαγές μόνο. Να τα μπερδεύουνε τα βήματα στο φινάλε όλο και πιο πολύ.
Σελ. 160

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 27






Ο τρόμος να ζεις

«Τι είναι αυπνία;

Η ερώτηση είναι ρητορική την απάντηση την ξέρω πολύ καλά.
Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και
μοιραία χτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια
ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά, είναι το φορτίο ενός σώματος
που αλλάζει απότομα πλευρό, είναι ν’ ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι
κάτι σαν πυρετός που δεν είναι πραγματική αγρυπνία,
είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια,
είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι
κοιμούνται, είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο
και να μην το μπορείς,
είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις,
είναι η ακαθόριστη αυγή»Ί.
Αλλά ναι! Η ερώτηση είναι σίγουρα ρητορική. Την απάντηση την ξέρω πολύ καλά. Έτσι μετράω και θα μετράω πια τη ζωή μου από αυπνία σε αυπνία.
Υπέφερες κι εσύ αυτό το γνωρίζω καλά.
Η Μάνια μετρά όλη τη νύχτα το δωμάτιο βήματα. Κι όταν δεν την χώρα, που ποτέ δεν την χωρά, επεκτείνεται και στον υπόλοιπο χώρο, μετρώντας όλο το σπίτι βήματα. Χαράματα βγαίνει στον κήπο. Σαν το φάντασμα.
Ζωντανεύουν την νύχτα οι εφιάλτες’ αποκτούν σάρκα και οστά. Κι ό,τι έκανες λάθος, γίνεται φίδια.
Η απουσία πλάκα από τσιμέντο και σου πατάει την καρδιά. Ο άλλος που έφυγε, η ανάσα σου που σ’ εγκαταλείπει. Κάτι έκανες λάθος εσύ κι έτσι έμεινες έξω από την Εδέμ. Την ώρα που έτρεξες, έκλεινε ο κήπος.
Σου έκλεισαν την εξώθυρα στα μούτρα σου! Της έλεγε ο Άγγελος και το ‘λεγε βεβαίως για τον εαυτό του.
Εξόριστος! Μήπως κι αυτή; Δεν είναι εξόριστη στην ίδια της την πόλη; Εξόριστη στην ίδια της τη ζωή;

Η κηδεία ορίστηκε για τις τέσσερις στην Μητρόπολη της πόλης. Έχει συναδέλφους, φίλους, ασθενείς, συνεργάτες, θα χρειαστεί μεγάλη εκκλησία, η σύζυγος αποφάσισε.
Είναι η κυρία της γιορτής. Όλο το σπίτι εδώ και τέσσερις μέρες, φωταγωγημένο.
«Άστρα, ψωμί, βιβλιοθήκες, ανατολής και δύσης,
σκακιέρες, τραπουλόχαρτα, στοές, φεγγίτες, υπόγεια,
ένα σαρκίο ανθρώπινο για να βαδίσεις πάνω στη γη,
νύχια που μεγαλώνουν όσο κοιμάσαι, μα κι αφού πεθάνεις,
ίσκιος που χάνεται, εναλλασσόμενοι καθρέφτες που αναπαράγουν,
μια τάση προς τη μουσική, την πιο εύπλαστη απ’ τις μορφές του χρόνου,
σύνορα με τη Βραζιλία και την Ουραγουάη, άλογα, πρωινά,
ένα βαρίδι μπρούτζινο κι ένα αντίτυπο της Σάγκας του Γκρέτιρ,
άλγεβρα και φωτιά, η επέλαση του Χουνίν μες στο αίμα σου,
ο έρωτας, η προσμονή του έρωτα κι ανυπόφορες αναμνήσεις,
το όνειρο, σαν τον θαμμένο θησαυρό, η γενναιόδωρη τύχη
κι η μνήμη, που την αντικρίζεις και ζαλίζεσαι,
όλα αυτά σου δόθηκαν, κι ακόμη
η παμπάλαιη τροφή των ηρώων: ήττα, υποκρισία και ταπείνωση.
Άδικα σπαταλήσαμε για το χατίρι σου το ωκεανό,
άδικα πήγε ο ήλιος, που κοίταξε με το εκστατικό του βλέμμα ο Ούτμαν,
τα χρόνια σου τα ξόδεψες κι αυτά σ’ έχουνε πάλι φθείρει,
μα εσύ, ακόμα να γράψεις το ποίημα».
Πώς δεν το σκέφτηκα! Πετάγεται. Μια έμμονη ιδέα ζουζουνίζει στο κεφάλι της σαν μύγα.
Ο υπογραμμισμένος «Ματθαίος ΚΕ’ 30» και το σκάκι του!
Δεν θα ‘ναι μήνας που της έστειλε το δώρο! Όταν χτύπησε ο ταχυδρόμος την πόρτα της ξαφνιάστηκε «σα ρολόι που στ’ όνειρο καταργεί τον κανόνα», «σαν πουλί που μες στον ύπνο του ανασαίνει».
Άσπρο χαρτί, γκοφρέ και με κορδέλα μωβ. Μπα, σκέφτηκε, ποιος με θυμήθηκε. Και μέσα στο πακέτο ένα παμπάλαιο φιλτισένιο σκάκι. «Για να προσέχεις τη βασίλισσα» στην κάρτα του. Κι ύστερα, κάτω από την υπογραφή «Άγγελος» με μικρά – μικρά καφέ γραμματάκια
«ο κύβος ερρίφθη όμως
και το παιχνίδι το ‘χασα».
Νεκρό θα έχει πάλι, σκέφτηκε κάποιος θα του πέθανε.
Ποτέ του δεν θα εξοικειωθεί με τον θάνατο ο Άγγελος.

Κόκκινα τριαντάφυλλα, επέμενε. Στο γραφείο τελετών ο κύριος, όμως, επέμενε κι εκείνος. «Να του πάτε μπουκετάκι, κυρία μου! Σ’ αυτές τις περιστάσεις μόνον λευκά. Διαλέξτε! Τριαντάφυλλα ή γαρύφαλα». Του είπα τριαντάφυλλα, μπουμπούκια. Και πάνω τους να γράψουν με γράμματα «καλό ταξίδι».
«Ένα χρώμα είναι τα γράμματα, κυρία μου. Θα γράψουμε και τα δικά σας όπως θα γράψουμε των άλλων».
Έστειλε και το πρώτο δημοσίευμα. «Έλα μου! Δόξα τω Θεώ! Κι είπα τι έχει πάθει» ο αρχισυντάκτης.
«Τον γνώριζα, τον πόνεσα».
«Ένας ακόμα λόγος να τον θάψεις».
Έτσι ξεκίνησα: «Έφυγε προχθές το βράδυ ο συντοπίτης μας Άγγελος Κομνηνός αφήνοντας πίσω του πάμπολλες ερμηνείες.
Σα διφορούμενο αίνιγμα.
Ένας αποχαιρετισμός σαν τη ζωή ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο».
Εξάλλου, ο ιατροδικαστής της τόπε καθαρά. «Μάνια, θα ξεσπάσει σάλος, μην το γράψεις! Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως είναι ο Άγγελος! Γι’ αυτό τον άντρα δεν μπορώ με σιγουριά να βεβαιώσω τίποτα και κανένα. Από σεβασμό στους οικείους, το θέμα το ‘κλεισα». Για μένα, όμως, υπάρχει και θα υπάρχει και θα με βασανίζει.
Ακόμα ένας στον χορό των άυπνων, σκέφτηκε.
Ακόμα ένας που θα ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται. Που θα ΄ναι υποχρεωμένος να ζει και να συνεχίσει να ζει με τον τρόμο μιας ακαθόριστης αυγής.
Με την παρηγοριά του Μπόρχες και τον γρίφο της παρτίδας που παίχτηκε αφού ο κύβος ερρίφθη ξεχωρίζει τα ρούχα του πένθους: ένα μαύρο ταγιέρ σαν το σκότος της μήτρας ή σαν τα έγκατα της γης.
Να το ξασπρίσω λίγο, να μη μοιάζω και με την χήρα, σκέφτεται. Ο πόνος, άλλωστε, θα πρέπει να μη ξοδεύεται στα ξένα μάτια, θα πρέπει να ‘ναι μυστικός.
Κι η Μάνια πρέπει να προστατεύσει τις αναμνήσεις.
Σελ. 155-159

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 26


Δεν κλαίει. Ίσα που θάμπωσε η εικόνα του κόσμου. Μονάχα σπαρταρά «σαν το πουλί που σπάσαν οι φτερούγες». Και επαναλαμβάνει «μαμά- μαμά» και «Άγγελε». Τι θα απογίνει, σκέφτονται όλοι. Κι ο Νικηφόρος, τίποτα. Μέσα, βαθιά, μια πληγή. Μια πληγή ο κόσμος όλος.
Σα διφορούμενο αίνιγμα.
Όλα τα χάνουμε. Σκέφτεται. Η πιο μεγάλη ώρα ίσως να ‘ναι τώρα. Ζωή, άνθρωπος της σκιάς.
«Είμαι ο μοναδικός άνθρωπος
επί της γης και ίσως ούτε γη να
υπάρχει ούτε άνθρωπος.
Ίσως κάποιος Θεός με περιπαίζει»
Σελ. 154

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 25



ΥΓΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ:

Για να μιλήσω με τους νεκρούς και για μια απουσία γράφω

«Έγραψα ένα γράμμα στην αγάπη μου
Και στο δρόμο μου έπεσε,
Ένα σκυλάκι το μάζεψε
Και το έβαλε στην τσέπη του».

«Για ποιον, αναρωτήθηκε, ξαφνικά, έγραφε αυτό το ημερολόγιο; Για το μέλλον, για τους αγέννητους… Για πρώτη φορά συναιστάνθηκε το μεγαλείο της αποστολής που ανέλαβε. Πώς θα μπορούσες να επικοινωνήσεις με το μέλλον; Αυτό ήταν εκ φύσεως αδύνατο. Είτε το μέλλον θα έμοιαζε με το παρόν, οπότε θα αδιαφορούσε γι’ αυτό, είτε θα ήταν διαφορετικό, και η δύσκολη θέση του δεν θα είχε κανένα νόημα».
Για το παρελθόν, όμως, γράφω. Για να μιλήσω με τους δικούς μου νεκρούς. Με τους δικούς μου νεκρούς. Και με μια απουσία. Για μια απουσία.
Το κίνητρό μου απ’ την αρχή ήταν σαφές. Καθόλου δεν μπερδεύτηκα- ποτέ- «μέσα στον λαβύρινθο» της Άτγουντ. Το χάρηκα, όμως. Όταν διαπίστωσα με όλες αυτές τις απαντήσεις πόσο αλλιώτικο μπορεί να γίνει καμία φορά το ίδιο βιβλίο. Η πρόθεση είναι εκείνη που βαφτίζει την πράξη, κάθε φορά. Το έγκλημα, το παράνομο πάθος, ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή μια αυτοχειρία.
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Απαντούσε ο πρώτος. Λες και μικρό βάρος μας δίνει ήδη με αυτό που είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί, ο επόμενος. Κι ο τρίτος, για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε.
Ακολουθούσε παρακάτω ένα πλήθος κινήτρων: Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Να παράγω τάξη από το χάος. Για να τέρψω και να καθοδηγήσω (δεν απαντάται συχνά μετά τις αρχές του 20ου αιώνα, ή τουλάχιστον όχι με αυτή τη μορφή). Για να εκφραστώ καλαίσθητα. Για να δημιουργήσω ένα τέλειο κόσμο τέχνης. Για να ανταμείψω τους ενάρετους και να τιμωρήσω τους ενόχους’ ή το αντίθετο επιχείρημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, που χρησιμοποιούσαν οι είρωνες. Για να κατοπτρίσω τη Φύση. Για να κατοπτρίσω τον αναγνώστη. Για να φιλοτεχνήσω το πορτραίτο της κοινωνίας με τα δεινά της. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να υπερασπιστώ το ανθρώπινο πνεύμα, και την ανθρώπινη τιμή και ακεραιότητα. Για να κοροιδέψω τον θάνατο. Για να βγάλω λεφτά και να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να ξεμπροστιάσω τα καθάρματα. Επειδή η δημιουργία είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με τον Θεό. Γιατί μισούσα την ιδέα να έχω μια συμβατική δουλειά. Για να πω κάτι καινούργιο. Για να προκαλέσω την εγρήγορση του εθνικού αισθήματος ή να δημιουργήσω εθνική συνείδηση. Για να δικαιολογήσω τις αποτυχίες μου στο σχολείο. Για να δικαιώσω την ιδέα που έχω για τον εαυτό μου και τη ζωή μου, επειδή δεν θα μπορούσα να είμαι «συγγραφέας» εκτός κι αν έγραφα τελικά κάτι. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων από ό,τι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να γοητεύσω μια ωραία γυναίκα. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να διορθώσω τις ατέλειες της μίζερης παιδικής ηλικίας μου. Ως αντίδραση στους γονείς μου. Για να ξετυλίξω μια συναρπαστική ιστορία. Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον αναγνώστη. Για να ψυχαγωγήσω και να ευχαριστήσω τον εαυτό μου. Για να περάσω τον καιρό μου, μολονότι έτσι κι αλλιώς περνά. Γραφομανία. Ψυχαναγκαστική λογοδιάρροια. Γιατί εκεί με οδήγησε κάποια ανεξέλεγκτη δύναμη. Επειδή ήμουν δαιμονισμένος. Γιατί κάποιος άγγελος μου τα υπαγόρευσε. Γιατί έπεσα στην αγκαλιά της Μούσας. Γιατί γονιμοποιήθηκα από την Μούσα και αναγκάστηκα να κυοφορήσω ένα βιβλίο (ενδιαφέρουσα περίπτωση παρενδυσίας στην οποία εντρύφησαν συγγραφείς του 17ου αιώνα). Γιατί είχα για συντροφιά βιβλία αντί για παιδιά (μερικές γυναίκες του 20ου αιώνα). Για να υπηρετήσω την Τέχνη. Για να υπηρετήσω το Συλλογικό Ασυνείδητο. Για να υπηρετήσω την Ιστορία. Για να δικαιολογήσω τη συμπεριφορά του Θεού προς τον άνθρωπο. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά για την οποία τιμωρήθηκα στην πραγματική μου ζωή. Για να γίνω μάστορας στην τέχνη μου, έτσι ώστε να μπορώ να παράγω κείμενα (πρόσφατη καταγραφή). Για να ανατρέψω τα καθιερωμένα. Για να δείξω πως ό,τι κι αν είναι, είναι σωστό. Για να πειραματιστώ με νέες μορφές αντίληψης. Για να δημιουργήσω ένα ψυχαγωγικό μπουντουάρ έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπει σε αυτό και να περάσει καλά (μεταφρασμένο από τσέχικη εφημερίδα). Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου (το επιχείρημα του πρώην ναυτικού). Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για να τα βγάλω πέρα με την κατάθλιψη. Για τα παιδιά μου. Για να δημιουργήσω ένα όνομα που θα επιβιώσει και μετά τον θάνατό μου. Για να υπερασπιστώ κάποια μειονότητα ή καταπιεσμένη τάξη. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να ξεσκεπάσω τρομερές αδικίες ή ωμότητες. Για να καταγράψω τις διάφορες περιόδους που έζησα. Για να βεβαιώσω φρικτά γεγονότα από τα οποία διασώθηκα. Για να μιλήσω για τους νεκρούς. Για να υμνήσω την πολυπλοκότητα της ζωής. Για να δοξάσω το σύμπαν. Για να προνοήσω για την πιθανότητα της ελπίδας και της λύτρωσης. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που μού δόθηκε».
Όμως, εγώ, γράφω μόνο για τους νεκρούς μου. Για μιαν απούσα που δεν της εξήγησα’ που δεν εξηγηθήκαμε, τελικά. Και για να μη με καταβάλει ο θάνατος’ που με νικά κάθε μέρα στο νοσοκομείο.
Θα τον προλάβω όμως εγώ αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά θα είμαι εγώ εκείνος που θα βάλει την τελεία.
Τον αδελφό μου, όμως, σκέφτομαι. Και τον Easy Rider. Μ’ αυτό το περίεργο σημάδι στον ώμο του, αδελφό σημάδι με το δικό μου.
Αλλά μπορεί γι’ αυτούς και να ‘ναι καλύτερα. Μήπως, τι, μια ζωή, μια σκιά μόνον ήμουν.
ΣΕλ. 142-145

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 24


Δεν είναι μόνος του. Ενώ ταυτόχρονα δεν είναι και με τους άλλους. Έχει μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας, ηδονής, συντροφιάς. Ο άνεμος είναι κάτι με το οποίο βαδίζει μαζί, τον αγγίζει σα γάζα και σα χάδι, δεν είναι κάτι που τον περιβάλει απλώς. Ο Easy Rider στη μηχανή του επάνω γίνεται ολόκληρος. Σα να μαζεύονται τα χίλια άπειρα σκόρπια κομματάκια του. Κι όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο συμπαγής. Μια μικρή ανθρώπινη κουκίδα σαν πέτρα, βράχος που τρέχει μέσα στα χωράφια. Α ναι, το παραδέχεται, ντόπα κι αυτό. Άλλος την κοκκαίνη, το λάβδανο κάποτε, τη Μορφίνη ή το χασίς. Άλλος την καφείνη, το πρόζακ ή τα αναβολικά. Άλλος, αλκοόλ. Σαν τον Άγγελο. Κι εκείνος ο Easy Rider την ταχύτητα. Τρέχοντας βιώνει την πλήρη του μεταμόρφωση το παραδέχεται. Στον Άγγελο, τουλάχιστον, το παραδέχεται. Πάνω από τα 150 ο Σωτήρης γίνεται Easy Rider. Όπως Ρικάρντο Ρέις ή Άλβαρο ντε Κάμπος ή Αλμπέρτο Καέιρο, ο Πεσσόα.
«Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί
που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος
είμαι εγώ: σαν κάτι τέτοιες περιπτώσεις
δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί».
Λαθρεπιβάτης της ζωής. Ο άνθρωπος «πίσω από τις μάσκες».
Κι αυτό, ο Άγγελος του το χάρισε. Όπως κι αυτήν εδώ τη Φρίντα, την τελευταία του μηχανή. Αλλά δεν θα το πούνε σε κανένα. Και οι δυο, ξέρουν καλά να κρύβουν μυστικά. Η πιο βαθιά τους μάσκα, ένα παζλ με μυστικά. Αν τα αποκαλύψουν, ακρωτηριάζονται. Αφού δεν τα λέει ούτε ο ένας στον άλλον Έχει τον τρόπο του ο Άγγελος όταν το θέλει να σου μιλήσει. Τα κείμενα.
Σελ.137

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 23





Αλλά τι λέει; Μόλις θυμήθηκε. Εκείνο το σημαδεμένο βιβλίο. Προχθές της το ‘στειλε. Ακριβώς στη σελίδα 75. Πάντοτε έτσι της έστειλε τα μηνύματα. Το ‘ξερε. Μέσα σε εκατοντάδες σελίδες, σε σημαδεμένες ιστορίες. Δανεικές. Πάντοτε δανεικές.
Την δική μας αλήθεια δεν την αντέχουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Α ναι, τώρα που το θυμάται, έτσι ακριβώς της είχε πει. Από κει θ’ αρχίσει. Το αποφάσισε. Από τα «Όρια» στη σελίδα 75 ακριβώς:
«Υπάρχει κάποιος στίχος του Βερλαίν που δεν θα ξαναθυμηθώ
Υπάρχει κάποιος δρόμος εδώ κοντά που είναι κιόλας απαγορευμένος για
βήματά μου,
υπάρχει ένας καθρέφτης που κοιτάχτηκα για τελευταία φορά,
υπάρχει κάποια πόρτα που έχω κλείσει ως τη συντέλεια του κόσμου.
Ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης μου (τα βλέπω εδώ μπροστά μου)
Υπάρχει κάποιο που δεν θα ξανανοίξω πια.
Τούτο το καλοκαίρι κλείνω τα πενήντα’
ο θάνατος ασταμάτητα με ροκανίζει».
Ας κατεβάσει κάποιος, επιτέλους, από τη μηχανή αυτό το παιδί!
Από τα «Όρια»! Πως δεν το σκέφτηκε! Απ’ εκεί πρέπει ν’ αρχίσει. Από τα «Όρια»!
Σελ.135-136

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 22



Ο Άγγελος ποτέ δεν έκοβε σχέσεις. «Ανοιχτές πόρτες, ανοιχτές πληγές» του έλεγε. «Έτσι τις θέλω εγώ τις πληγές, ανοιχτές».
Σελ.134

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 21


«Όλα όσα θυμόμαστε απομακρύνουν ακόμα πιο πολύ το παρελθόν μας. Το μέλλον μας σχηματοποιείται τόσο μ’ αυτά που ξεχνάμε, όσο και μ’ αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε».Σελ. 95

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 20




«Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου, που μου χαρίζει την σιωπή σου…» Με τον ίδιο ακριβώς σπασμό, η ίδια κραυγή.

Η δική του κραυγή.
Τελικά, αντ’ αυτής, εκείνος. Ο άντρας.
Σελ. 94

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 19



«Όποτε κοιτάζω λίγο πιο μέσα μου, η υψοφοβία μου υποτροπιάζει».
Το είχε επισημάνει εγκαίρως. Και τις απόφευγε αυτού του είδους τις κακοτοπιές. Τα κείμενα των άλλων αποτελούσαν γι’ αυτήν, ασφαλές έδαφος, πορτούλα μόνιμη στης ψυχής της τον παράδεισο. Γέφυρα γερή κι ασφαλή στο συλλογικό ασυνείδητο. Με το δικό της, καλά κλειδαμπαρωμένο.
«Ο άνθρωπος, μέχρι να δει το δικό του όνειρο, για χρόνια πολλά βλέπει τα όνειρα των άλλων…»
Ε, λοιπόν, η Σαβίνα προτιμούσε τα όνειρα των άλλων.
Σελ. 93

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 18



Ποτέ οι υποθέσεις δεν τελείωναν μέσα μου. Όπως ποτέ δεν τελείωναν οι ιστορίες αυτοχειρίας. Μπορεί παρελθόν για όλο τον κόσμο να γίνονταν, αλλά ποιος ισχυρίζεται τελικά ότι το παρελθόν είναι χρόνος τετελεσμένος;
Επανερχόμουν σ’ αυτές. Σαν τον εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος. Όπως επέστρεφα, τελικά, και στις παλιές αγάπες, στα αρχαία μου λάθη. Ποτέ δεν επουλώνονται της ψυχής τα τραύματα. Και ποτέ δεν γεμίζει το πηγάδι των εμμονών. Οι υποθέσεις στα συρταράκια της μνήμης μου, μπαινόβγαιναν. Και μου κατέτρωγαν τα σωθικά. Όπως τώρα.
Σελ. 92

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 17


«Ένας καλλιτέχνης περνάει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να πείσει τους άλλους ότι κάθε φορά κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, ώσπου να συνειδητοποιήσει στο τέλος της ζωής του ότι λίγο πολύ έχει κάνει την ίδια ταινία, το ίδιο βιβλίο ή την ίδια μουσική, επαναλαμβάνοντας απλώς κάθε φορά τις εμμονές του, τοποθετημένες ίσως σε διαφορετικό περίγραμμα. Η λογοτεχνία αποτελείται τελικά από έμμονες ιδέες, όπως η θάλασσα από αλμυρό νερό».
Σελ. 90

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 16



Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν συνεχίζεις να γράφεις, να «αντιγράφεις» ίσως θα έπρεπε να πω.
Ναι, τώρα πια καθόλου δεν αμφιβάλλω πως συνεχίζεις. Τα κείμενα- άμφια. Τις φράσεις- μετανάστες, κι εσύ, όπως κι εγώ.
Γι’ αυτό και οι «Υγρές σελίδες» υπογράφονται ακόμα από τον Ζακ Πρεβέρ- άκου Πρεβέρ! Μα πώς σου ήρθε, κάτι θυμάμαι, πάντα σου άρεσε ο Πρεβέρ. Γι’ αυτό και τα δικά μου αστυνομικά ρεπορτάζ μεταφέρουν άρωμα από Βιρτζίνια Γουλφ. Σύλβια Πλαθ, Πατρίτσια Χάισμιθ και Ντίκινσον. Αλλά τι σχέση μπορεί να έχει ένας ληστής με τον Ορλάντο; Μια βιασμένη γυναίκα με την κυρία Νταλογουαίη; Και το σημειωματάριο ενός αυτόχειρα με το «Τραγούδι του δεσμοφύλακα»;
«Αυτός ο έρωτας
Τόσο βίαιος
Τόσο εύθραυστος
Τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κι απαίσιος σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι απαίσιος
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο όμορφος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Και τόσο μηδαμινός».

Έτσι θ’ αρχίσω το ρεπορτάζ:
«Αυτός ο άντρας
τόσο βίαιος
τόσο τρυφερός
τόσο απελπισμένος…»
Αυτός ο εύθραυστος, αυτοκαταστροφικός, τυχερός, άτυχος άντρας…
Για να τιμήσω τον Πρεβέρ.
Για να τιμήσω αυτόν τον άντρα.
Σελ. 88-89

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 15


«Θυμάμαι που πολλές φορές περνούσες τη μέρα σου αντιγράφοντας κείμενα που σου χρησίμευαν ως άμφια. Το προτιμούσες αυτό γιατί στη αντιγραφή η προσωπική συμβολή πρακτικώς περιορίζεται στον μόχθο, η συναισθηματική πράξη ανήκει σε άλλον. Έτσι κρατιόσουν σε απόσταση από τα γραπτά σου. Οι αποκομμένες φράσεις των κειμένων είχαν μια ελαφρότητα που έδινε τη δυνατότητα στον αέρα να τις παρασύρει, να τις μεταφέρει σε άγονες περιοχές που γίνονταν γόνιμες. Τέτοιες φράσεις είναι σαν αποδημητικά πουλιά, έλεγες. Ανάλογα με την εποχή μεταφέρονται. Είναι λόγια του αέρα, φράσεις- μετανάστες. Φράσεις που ψάχνουν την τύχη του άλλου, κάθε φορά».
Σελ. 87

ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ 14



«Γράφω μπορεί και να σημαίνει «αμφισβητώ τη λήθη», «θέλω ν’ ακούτε τη φωνή μου», «επιδιώκω ν’ αφήσω το αποτύπωμά μου», «δίνω μορφή στο χάος», «αντιδικώ με την πραγματικότητα», «προσπαθώ να κατανοήσω όσα ζω», το σίγουρο είναι πως έχει νόημα όταν μας μαθαίνει πώς να είμαστε ο εαυτός μας. Όσες φορές μας βοηθά ή μας δίνει έστω την αφορμή να κοιτάξουμε σ’ εκείνο το κομμάτι της ζωής μας που είναι ορατό μονάχα από μας τους ίδιους. Το ίδιο το κείμενο μετά αποτελεί το δικό μας μπουκάλι στον ωκεανό.
Η χρήση ή μη ψευδωνύμου είναι τελικά συνάρτηση του γιατί γράφει κανείς».
Κι από κάτω η υπογραφή
Ζακ Πρεβέρ.
Σελ. 84